- χωλαίνοντας
- χωλαίνωto bepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωλαίνω — ΝΜΑ [χωλός] 1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό 2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ. β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ. γ.… … Dictionary of Greek